Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζαμτζής — και τζαμιτζής, ο, Ν ο τζαμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. τζής (πρβλ. παλια τζής)] … Dictionary of Greek
τζαμιτζής — ο, Ν βλ. τζαμτζής … Dictionary of Greek